- ψύκτρα
- (I)ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) δίσκος πάνω στον οποίο γίνεται η ξήρανση τών σύκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (Ι) «φυσώ, πνέω» + επίθημα -τρα (πρβλ. χύ-τρα)].————————(II)ἡ Αστον πληθ. αἱ ψύκτραιειδική κατασκευή κοντά σε λιμάνια για τον καθαρισμό πλοίων ή, κατ' άλλους, σκιεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή, ψυκτῆρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (II) «παγώνω» + επίθημα -τρα (πρβλ. ἐξελίκ-τρα)].
Dictionary of Greek. 2013.